δῆμος

δῆμος
δῆμος
Grammatical information: m.
Meaning: `land, territory' (as opposed to the town), `people' (Il.); in Athens also a part of the phylai, a deme.
Dialectal forms: Dor. δᾶμος
Compounds: Of the compounds only δημοκρατία `government of the people' (Ion.-Att.), after ὀλιγαρχία, μοναρχία (δημαρχία = `the office of δήμαρχος'); further Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.
Derivatives: (Dor. forms are not mentioned separately.) Substantives: dimin. δημίδιον, δημακίδιον (Ar.) - δημότης, Dor. also δαμέτας (Karpathos) `man from the people' (Ion.-Att. Dor.) with two normal adj.: δημόσιος `belonging to the people, state, public' (Ion.-Att.) with δημοσιεύω intr. `serve the state', also tr. `make public' and δημοσιόω `confiscate, make public' with δημοσίωσις. δημοτικός `belonging to the people, useful for the people, democratic'; on the difference between δημόσιος and δημοτικός Chantr. Form. 392; - fem. δημότις; denomin. δημοτεύομαι `be δημότης, belong to a demos' (Att.). - Adject.: δήμιος `belonging to the people, public' (Od.), ὁ δήμιος euphemist. `executioner' (Att., Benveniste Sprache 1, 121), δημώδης `according to the people' (Pl.), δημόσυνος surname of Artemis (Athens IV-IIIa), δημότερος `belonging to the people' (Call.; after ἀγρότερος). - Denomin. δημεύω `make public, confiscate' (Att.) with δήμευσις and δημεῖαι αἱ τῶν δήμων συστάσεις H.; δημόομαι `sing, explain publicly' (Pi.) with δαμώματα τὰ δημοσίᾳ ᾳ᾽δόμενα (Ar. Pax 797); δημίζω `act as friend of the people' (Ar. V. 699). - Adv. δημόθεν `from the people, on communal costs' (Od.). -
Origin: IE [Indo-European] [176] *deh₂-mo- `people'
Etymology: On δημιουργός s. v. Celtic agrees with OIr. dām `followers, crowd', OWelsh dauu `cliens', NWelsh daw(f) `son-in-law', OCorn. dof `gener'; only this is an ā-stem; so IE *dāmos orig. fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Orig. `part', if an m-deriv. from a verb `divide', s. δαίομαι. So *deh₂-mo-. - (Not here Hitt. damaiš `other, second'; Pedersen l.c.; see Tischler on damaiš HEG. 8. 67ff.)
Page in Frisk: 1,380-381

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημός — fat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῆμος — district masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῆμος — district masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — ο 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από το δήμαρχο: Γεννήθηκα στο δήμο Καβάλας. 2. φρ., «τα εν οίκω μη εν δήμω», μη δημοσιοποιείς αυτά που συμβαίνουν σε σένα ή στο σπίτι σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγίου Αθανασίου, δήμος — Δήμος (14.387 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγχιάλου, Βαθυλάκκου, Γεφύρας, Νέας Μεσημβρίας και Ξηροχωρίου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Ρέντη, δήμος — Δήμος (15.060 κάτ.) της νομαρχίας Πειραιώς του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Κηρύκου, δήμος — Δήμος (3.243 κάτ.) του νομού Σάμου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Περδικίου και Χρυσοστόμου οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άγιος… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”